αμφιτελής

αμφιτελής
-ές
αυτός που εκτελεί διπλή υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -τελής < τέλος. Η λ. απαντά για πρώτη φορά (στον πληθ. αμφιτελείς) το 1858 στό «Ναυτικό Ονοματολόγιο» ως απόδοση τού γαλλ. Servants mobiles «επιστάτες, γεμιστές»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”